- ζώει
- ζώωgu̲ie-pres ind mp 2nd sgζώωgu̲ie-pres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λακέρυζα — λακέρυζα, ἡ (Α) 1. (για πτηνό) αυτή που κρώζει δυνατά («οὐκ οἶσθ ὅτι πέντ ἀνδρῶν γενεὰς ζώει λακέρυζα κορώνη;», Αριστοφ.) 2. (για σκύλα) αυτή που γαυγίζει, που υλακτεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός < λακερός] … Dictionary of Greek